κρημνοῦ

κρημνοῦ
κρημνάω
pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)
κρημνάω
imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)
κρημνός
overhanging bank
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Халки — один из девяти Принцевых островов (см.), лежит в 20 вер. от Константинополя, в Мраморном море, между островами Антигоной и Принкипо. О в получил название от меди (χαλκός), которая некогда в изобилии здесь добывалась. Поверхность его гориста,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • брегъ — БРЕГ|Ъ (78), А с. 1.Берег: [святой] приде на рѣкоу... крь(с) ѡ(т) дрѣва съставивъ... тѣмь же и водьноѥ съшествиѥ того водѩщи ѡбраза. не разливаѥмоѥ по брегомъ боудеть ни инамо прочеѥ разливаѥть(с). ЖФСт XII, 148 об.; дрѣво. или вино. и прочѩго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr …   Wikipedia

  • ενθρώσκω — ἐνθρῴσκω (Α) [θρῴσκω] πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • κατακρημνίζω — και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM κατακρημνίζω) γκρεμίζω κάποιον ή κάτι από ψηλά ή πετώ κάποιον ή κάτι σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῡ ἄκρου τοῡ κρημνοῡ», ΠΔ) νεοελλ. χημ. αποχωρίζω μια ουσία διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως ίζημα… …   Dictionary of Greek

  • κρανιεκτομή — η ιατρ. 1. πλήρης απόσπαση ενός κρανιακού κρημνού κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικών επεμβάσεων 2. ειδική εγχείρηση που συνίσταται στην αφαίρεση ενός τμήματος τού θόλου τού κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • κρανιοπλαστική — και κρανιοπλαστία, η ιατρ. μεταμόσχευση οστεοπεριοστικού κρημνού σε έλλειμμα τής κρανιακής κάψας για διευκόλυνση τού σχηματισμού οστίτη ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioplastie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + …   Dictionary of Greek

  • προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”